θυρεοσφαιρίνη

θυρεοσφαιρίνη
η
(βιοχ.) ιωδιούχος πρωτεΐνη που απαντά στα θυρεοειδή θυλάκια και αποτελεί την αποθηκευτική μορφή τού θυρεοειδικού ιωδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thyreoglobuline < thyreo- (πρβλ. θυρεο-ειδής) + -globul-ine, που αποδίδεται ως -σφαιρ-ίνη (πρβλ. αιμο-σφαιρίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θυρεογλοβουλίνη — η η θυρεοσφαιρίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. θυρεοσφαιρίνη] …   Dictionary of Greek

  • θυροξίνη — Κύρια θυρεοειδής ορμόνη των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, της οποίας η χημική ονομασία είναι 3,5,3’,5’ –τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4). Η θ. είναι η πρώτη ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα που έγινε γνωστή. Ανακαλύφθηκε το 1915 από τον Αμερικανό βιοχημικό Έ.… …   Dictionary of Greek

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”