- θυρεοσφαιρίνη
- η(βιοχ.) ιωδιούχος πρωτεΐνη που απαντά στα θυρεοειδή θυλάκια και αποτελεί την αποθηκευτική μορφή τού θυρεοειδικού ιωδίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. γαλλ. thyreoglobuline < thyreo- (πρβλ. θυρεο-ειδής) + -globul-ine, που αποδίδεται ως -σφαιρ-ίνη (πρβλ. αιμο-σφαιρίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.